Το σούρουπο πλησίαζε γοργά.Κοίταξε για λίγο πίσω της ... Κανείς δεν φαινόταν.
Άνοιξε λίγο το βήμα της και έπειτα η ανάσα της έγινε γρηγορότερη.
Περπατούσε και το κύμα πίσω σκέπαζε τα χνάρια της. Το νερό έφτασε και έβρεξε τις άκρες του αέρινου φουστανιού της.
Άρχισε να τρέχει, οι σταγόνες απ τα δακρυσμένα της μάτια είχαν κάνει μονοπάτι και κυλούσαν πλάι στους κροτάφους της , και έπεφταν κάπου πίσω στην αμμουδιά..
Ένα γλαροπούλι ξωπίσω της θαύμασε από ψηλά τούτο το ξωτικό που έτρεχε προς την λησμονιά.
Είχε περάσει αρκετός καιρός από τότε που την είχε επισκεφτεί η αισιοδοξία..Σχεδόν την είχε ξεχάσει.
Νύχτωσε ...
Από μακριά είδε επιτέλους τον προορισμό της.
Σήκωσε το πόδι της και κάνοντας το πρώτο βήμα ανέβηκε στην ξύλινη προβλήτα.
Από πάνω της εκείνο το θαλασσοπούλι που την είχε πάρει στο κατόπι νωρίτερα.
Τώρα το βήμα της είχε γίνει τόσο αργό.. μα τόσο αργό.
Την γαλήνια εκείνη ησυχία έσπαζε μονάχα ο ήχος που έκαναν τα δάκρυά της καθώς έσκαγαν κάτω.
Είχε φτάσει στο τέρμα..
Στο πέρασμα.
Ξαφνικά ο ουρανός έγινε ποιο σκοτεινός,η θάλασσα αγρίεψε,ο αέρας άρχισε να στροβιλίζεται ολόγυρά της, την πλησίασε και την βούτηξε στα σωθικά του..Την πήρε και την σήκωσε ψηλά.κι ακόμα ποιο ψηλά..
Κι ύστερα έγινε ένα με εκείνο το θαλασσοπούλι, κι άρχισαν έναν χορό που ποτέ μου δεν ξανάδα.
Λίγο παρακάτω το κύμα έσβησε και τα τελευταία χνάρια της. Τίποτα πια δεν θύμιζε την παρουσία της σε εκείνη την αμμουδιά.
Μα τι σημασία είχε αυτό;
Είχε βρει το πέρασμα,και μόλις είχε αρχίσει την περιπλάνησή της σε άλλους κόσμους με παρέα της εκείνο το πανέμορφο θαλασσοπούλι με μάτια σαν χάντρες..
Μαζί ξεκίνησαν ετούτο το ταξίδι ... Μέχρι το επόμενο πέρασμα...
Φωτογραφία, κείμενο: Νίκος Ταμβακολόγος
Περιοχή: Κοκκινιά Λακωνίας